- Μυτιληναῖοι
- Μυτιληναῖοιmasc nom/voc plΜυτιληναῖοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μυτιληναίοις — Μυτιληναῖοι masc dat pl Μυτιληναῖος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυτιληναίους — Μυτιληναῖοι masc acc pl Μυτιληναῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυτιληναίων — Μυτιληναῖοι masc gen pl Μυτιληναῖος fem gen pl Μυτιληναῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
Μυτιλήνη — Πόλη (27.247 κάτ.) της Λέσβου, πρωτεύουσα του νομού Λέσβου. Είναι χτισμένη στην ανατολική πλευρά του νησιού και από το λιμάνι της εξυπηρετούνται αποκλειστικά σχεδόν όλοι οι οικισμοί της Λέσβου. Στο προάστιο της Κράτηγος βρίσκεται το αεροδρόμιο. Η … Dictionary of Greek
Σίγειον — Αρχαία πόλη που ιδρύθηκε από άποικους Μυτιληναίους, στο ομώνυμο ακρωτήριο της Τρωάδας. Κατά το τέλος του 7ου π.Χ. αι., την κατέλαβαν οι Αθηναίοι, αργότερα δε πολλές φορές προσπάθησαν οι Μυτιληναίοι να την ξαναπάρουν αλλά δεν το κατόρθωσαν. Στους… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek